-
1 αρχιερατικός
αρχιερατικός, -ή, -όархиерейский:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αρχιερατικός
См. также в других словарях:
πιττάκιον — το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α 1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο 2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή… … Dictionary of Greek